Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

runout < run + out

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɹʌnaʊt/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
runout runouts

runout (en)