run on
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | run on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | runs on |
αόριστος | ran on |
παθητική μετοχή | run on |
ενεργητική μετοχή | running on |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαrun on (en)
- συνεχίζομαι χωρίς σταματημό, αδιάκοπα, συνεχόμενα
- ⮡ The meeting ran on for three hours without a break.
- Η συνέλευση συνεχίστηκε για τρεις ώρες χωρίς κάποιο διάλειμμα.
- ⮡ The meeting ran on for three hours without a break.