ruino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ruino | ruinoj |
αιτιατική | ruinon | ruinojn |
ruino (eo)
- το ερείπιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ruino | ruinoj |
αιτιατική | ruinon | ruinojn |
ruino (eo)