ruinigo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ruinigo | ruinigoj |
αιτιατική | ruinigon | ruinigojn |
ruinigo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ruinigo | ruinigoj |
αιτιατική | ruinigon | ruinigojn |
ruinigo (eo)