rubando
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- rubando < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rubando | rubandoj |
αιτιατική | rubandon | rubandojn |
rubando (eo)
- η κορδέλα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rubando | rubandoj |
αιτιατική | rubandon | rubandojn |
rubando (eo)