rostro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- rostro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rostro | rostroj |
αιτιατική | rostron | rostrojn |
rostro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rostro | rostroj |
αιτιατική | rostron | rostrojn |
rostro (eo)