rompiĝema
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rompiĝema | rompiĝemaj |
αιτιατική | rompiĝeman | rompiĝemajn |
rompiĝema (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rompiĝema | rompiĝemaj |
αιτιατική | rompiĝeman | rompiĝemajn |
rompiĝema (eo)