roaring
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαroaring (en)
- που μουγγρίζει πολύ έντονα από τον πόνο, μουγκρίζοντας
- που βρυχάται, όπως το λεοντάρι, βρυχώμενος
- που γελάει με περίεργο τρόπο (δυνατά)
Επίθετο
επεξεργασίαroaring (en)
- πολύ επιτυχημένος, που κάνει ντόρο, πάταγο, επικερδής