rivaleco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rivaleco | rivalecoj |
αιτιατική | rivalecon | rivalecojn |
rivaleco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rivaleco | rivalecoj |
αιτιατική | rivalecon | rivalecojn |
rivaleco (eo)