Ετυμολογία

επεξεργασία
rightness < right + -ness

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rightness (en) (μη μετρήσιμο, επίσημο)

  • η ορθότητα, η ιδιότητα του να είναι ορθός για μια συγκεκριμένη κατάσταση ή πράγμα
    ⮡  I dispute the rightness of your reasoning.
    Αμφισβητώ την ορθότητα των συλλογισμών σου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη accuracy