rigardo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rigardo | rigardoj |
αιτιατική | rigardon | rigardojn |
rigardo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rigardo | rigardoj |
αιτιατική | rigardon | rigardojn |
rigardo (eo)