rifuzo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rifuzo | rifuzoj |
αιτιατική | rifuzon | rifuzojn |
rifuzo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rifuzo | rifuzoj |
αιτιατική | rifuzon | rifuzojn |
rifuzo (eo)