ricevatesto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ricevatesto | ricevatestoj |
αιτιατική | ricevateston | ricevatestojn |
ricevatesto (eo)
- η απόδειξη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ricevatesto | ricevatestoj |
αιτιατική | ricevateston | ricevatestojn |
ricevatesto (eo)