riĉega
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | riĉega | riĉegaj |
αιτιατική | riĉegan | riĉegajn |
riĉega (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | riĉega | riĉegaj |
αιτιατική | riĉegan | riĉegajn |
riĉega (eo)