Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

rezidejo < rezid + -ej- + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική rezidejo rezidejoj
αιτιατική rezidejon rezidejojn

rezidejo (eo)

li invitis lin al sia rezidejo, τον προσκάλεσε στην κατοικία του