rezervo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rezervo | rezervoj |
αιτιατική | rezervon | rezervojn |
rezervo (eo)
- η ρεζέρβα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rezervo | rezervoj |
αιτιατική | rezervon | rezervojn |
rezervo (eo)