revuo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | revuo | revuoj |
αιτιατική | revuon | revuojn |
revuo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | revuo | revuoj |
αιτιατική | revuon | revuojn |
revuo (eo)