Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

revitalize (en) και revitalise

  1. αναζωογονώ, δίνω ξανά ζωή, ενέργεια, εγείρω ή ξυπνάω κάποιον από την αδράνεια, δίνω νέα πνοή
  2. ανασταίνω οικονομικα μια επιχείρηση, περιοχή, εκσυγχρονίζω


Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία