reverting
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
reverting | revertings |
reverting (en)
Συγγενικά
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαreverting (en)
ενικός | πληθυντικός |
reverting | revertings |
reverting (en)
reverting (en)