retuzanto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | retuzanto | retuzantoj |
αιτιατική | retuzanton | retuzantojn |
retuzanto (eo)
- χρήστης του διαδικτύου
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | retuzanto | retuzantoj |
αιτιατική | retuzanton | retuzantojn |
retuzanto (eo)