retpaĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | retpaĝo | retpaĝoj |
αιτιατική | retpaĝon | retpaĝojn |
retpaĝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | retpaĝo | retpaĝoj |
αιτιατική | retpaĝon | retpaĝojn |
retpaĝo (eo)