retbulteno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | retbulteno | retbultenoj |
αιτιατική | retbultenon | retbultenojn |
retbulteno (eo)
- ενημερωτικό μήνυμα μέσω του διαδικτύου
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | retbulteno | retbultenoj |
αιτιατική | retbultenon | retbultenojn |
retbulteno (eo)