bulteno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bulteno | bultenoj |
αιτιατική | bultenon | bultenojn |
bulteno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bulteno | bultenoj |
αιτιατική | bultenon | bultenojn |
bulteno (eo)