Ετυμολογία

επεξεργασία
respire < (κληρονομημένο) μέση αγγλική respiren < λατινική respiro

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɹɪˈspʌɪə/
ενεστώτας respire
γ΄ ενικό ενεστώτα respires
αόριστος respired
παθητική μετοχή respired
ενεργητική μετοχή respiring

respire (en)

Συγγενικά

επεξεργασία