respire
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- respire < (κληρονομημένο) μέση αγγλική respiren < λατινική respiro
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | respire |
γ΄ ενικό ενεστώτα | respires |
αόριστος | respired |
παθητική μετοχή | respired |
ενεργητική μετοχή | respiring |
respire (en)