repago
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | repago | repagoj |
αιτιατική | repagon | repagojn |
repago (eo)
- η εξόφληση
- η ανταπόδοση
- η αποζημίωση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | repago | repagoj |
αιτιατική | repagon | repagojn |
repago (eo)