reorganiziĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- reorganiziĝo < re- + organiziĝo
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | reorganiziĝo | reorganiziĝoj |
αιτιατική | reorganiziĝon | reorganiziĝojn |
reorganiziĝo (eo)
Άλλες γραφές επεξεργασία
- reorganizigho στο H-sistemo
- reorganizigxo στο X-sistemo