renovigo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | renovigo | renovigoj |
αιτιατική | renovigon | renovigojn |
renovigo (eo)
- η ανανέωση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | renovigo | renovigoj |
αιτιατική | renovigon | renovigojn |
renovigo (eo)