renkonto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | renkonto | renkontoj |
αιτιατική | renkonton | renkontojn |
renkonto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | renkonto | renkontoj |
αιτιατική | renkonton | renkontojn |
renkonto (eo)