renklodo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- renklodo < γαλλική reine-claude
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | renklodo | renklodoj |
αιτιατική | renklodon | renklodojn |
renklodo (eo)
- το κορόμηλο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | renklodo | renklodoj |
αιτιατική | renklodon | renklodojn |
renklodo (eo)