remorko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | remorko | remorkoj |
αιτιατική | remorkon | remorkojn |
remorko (eo)
- η ρυμούλκα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | remorko | remorkoj |
αιτιατική | remorkon | remorkojn |
remorko (eo)