remédiation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- remédiation < (άμεσο δάνειο) αγγλική remediation
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
remédiation | remédiations |
remédiation (fr) θηλυκό
- (εκπαίδευση) εφαρμογή μέτρων για την επίλυση προβλημάτων μάθησης