Ετυμολογία

επεξεργασία
remédiation < (άμεσο δάνειο) αγγλική remediation

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
remédiation remédiations

remédiation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία