relentless
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | relentless |
συγκριτικός | more relentless |
υπερθετικός | most relentless |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαrelentless (en)
- αδιάκοπος, χωρίς διακοπή
- ⮡ The relentless car noise has irritated me.
- Ο αδιάκοπος θόρυβος των αυτοκινήτων με έχει εκνευρίσει.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuous
- ⮡ The relentless car noise has irritated me.
- αμείλικτος, που αρνείται να τα παρατήσει
- ⮡ relentless questions - αμείλικτα ερωτήματα
- ⮡ with a relentless determination - με αμείλικτη αποφασιστικότητα