regularo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | regularo | regularoj |
αιτιατική | regularon | regularojn |
regularo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | regularo | regularoj |
αιτιατική | regularon | regularojn |
regularo (eo)