reformo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | reformo | reformoj |
αιτιατική | reformon | reformojn |
reformo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | reformo | reformoj |
αιτιατική | reformon | reformojn |
reformo (eo)