referenckadro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- referenckadro < referenc(o) (αναφορά) + kadro (πλαίσιο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | referenckadro | referenckadroj |
αιτιατική | referenckadron | referenckadrojn |
referenckadro (eo)