redakcio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | redakcio | redakcioj |
αιτιατική | redakcion | redakciojn |
redakcio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | redakcio | redakcioj |
αιτιατική | redakcion | redakciojn |
redakcio (eo)