recurring
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
recurring (en)
Επίθετο επεξεργασία
recurring (en)
- επαναλαμβανόμενος
- (μαθηματικά) ο περιοδικός δεκαδικός αριθμός
- ≈ συνώνυμα: repeating
- δείτε επίσης: Repeating decimal στην αγγλική Βικιπαίδεια