recur
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | recur |
γ΄ ενικό ενεστώτα | recurs |
αόριστος | recured |
παθητική μετοχή | recured |
ενεργητική μετοχή | recuring |
recur (en)
- επαναλαμβάνομαι
- (πληροφορική) εκτελώ συνάρτηση (function) αναδρομικά (recursively)