rebrilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rebrilo | rebriloj |
αιτιατική | rebrilon | rebrilojn |
rebrilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rebrilo | rebriloj |
αιτιατική | rebrilon | rebrilojn |
rebrilo (eo)