reĝkuko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | reĝkuko | reĝkukoj |
αιτιατική | reĝkukon | reĝkukojn |
reĝkuko (eo)
- βασιλόπιτα (γλυκό των βασιλιάδων)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | reĝkuko | reĝkukoj |
αιτιατική | reĝkukon | reĝkukojn |
reĝkuko (eo)