rapiro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- rapiro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rapiro | rapiroj |
αιτιατική | rapiron | rapirojn |
rapiro (eo)
- μεγάλο και λεπτό ξίφος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rapiro | rapiroj |
αιτιατική | rapiron | rapirojn |
rapiro (eo)