rapidharda
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rapidharda | rapidhardaj |
αιτιατική | rapidhardan | rapidhardajn |
rapidharda (eo)
- (για υλικό) που σκληραίνει γρήγορα στον αέρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rapidharda | rapidhardaj |
αιτιατική | rapidhardan | rapidhardajn |
rapidharda (eo)