ranunkolo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ranunkolo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ranunkolo | ranunkoloj |
αιτιατική | ranunkolon | ranunkolojn |
ranunkolo (eo)
- (φυτό) η νεραγκούλα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ranunkolo | ranunkoloj |
αιτιατική | ranunkolon | ranunkolojn |
ranunkolo (eo)