rajtigo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rajtigo | rajtigoj |
αιτιατική | rajtigon | rajtigojn |
rajtigo (eo)
- η άδεια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rajtigo | rajtigoj |
αιτιατική | rajtigon | rajtigojn |
rajtigo (eo)