radiko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- radiko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | radiko | radikoj |
αιτιατική | radikon | radikojn |
radiko (eo)
- η ρίζα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | radiko | radikoj |
αιτιατική | radikon | radikojn |
radiko (eo)