παραθετικά
θετικός radically
συγκριτικός more radically
υπερθετικός most radically

  Ετυμολογία

επεξεργασία
radically < radical + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

radically (en)

  • ριζικά
    ⮡  The addition or removal of a word can radically change the meaning of what’s being said.
    Η πρόσθεση ή η αφαίρεση μιας λέξης μπορεί να αλλάξει ριζικά το νόημα των λεγομένων.