radiatoro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- radiatoro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | radiatoro | radiatoroj |
αιτιατική | radiatoron | radiatorojn |
radiatoro (eo)
- το « σώμα » του καλοριφέρ