rabato
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- rabato < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rabato | rabatoj |
αιτιατική | rabaton | rabatojn |
rabato (eo)
- η έκπτωση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rabato | rabatoj |
αιτιατική | rabaton | rabatojn |
rabato (eo)