Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

réseautique < réseau + (informa)tique

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
réseautique réseautiques

réseautique (fr) θηλυκό