Ετυμολογία

επεξεργασία
quintal < μεσαιωνική λατινική quintale < αραβική qintâr (που ζυγίζει εκατό) < ελληνολατινικής προέλευσης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɛ̃tal/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
quintal quintaux

quintal (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) βάρος εκατό λιβρών
  2. (Καναδάς) βάρος 112 λιβρών
  3. βάρος εκατό κιλών ή 220,46 λιβρών

Σημειώσεις

επεξεργασία
Συμβολίζεται με το γράμμα q.